- αρχαιοπωλείο(ν)
- το антикварный магазин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπεζεστένι — το (Μ μπεζεστένι και μπεζεστένιν και πεζεστάνιον και πεζεστένι) μεγάλη σκεπαστή αγορά με πολλά εμπορικά καταστήματα («κάτω στους κάμπους τους πλατιούς, κάτω στα μπεζεστένια», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < όψιμο μσν. πεζεστένι < τουρκ bezesten… … Dictionary of Greek